κρέας

κρέας
το, -ατος
1. σάρκα ανθρώπου ή ζώου.
2. η σάρκα των σφαγίων.
3. φρ., «Tου 'κανες τα μούτρα κρέας» σημαίνει ότι δεν κατόρθωσες να τον κάνεις να ντραπεί.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κρέας — flesh neut nom/voc/acc sg κρέᾱς , κρέας flesh neut gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρέας — το (AM κρέας, ατός, Α δωρ. τ. κρῆς, επικ. τ. κρεῑας, αττ. γεν. κρέως, κρητ. γεν. κρίως) 1. σάρκα ή τεμάχιο σάρκας τών ζώντων οργανισμών, σε αντιδιαστολή με τα οστά (α. «βοδινό κρέας» β. «ἄρνειον κρέας», Φερεκρ.) 2. η σάρκα τών σφαγίων, σε… …   Dictionary of Greek

  • κρεατώνω — [κρέας] 1. αποκτώ σάρκες, αυξάνονται οι μύες τού σώματός μου («κρεατώσανε τ αρνιά») 2. (για πληγή) επουλώνομαι …   Dictionary of Greek

  • κρειῶν — κρέας flesh neut gen pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρεάων — κρέας flesh neut gen pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρεῶν — κρέας flesh neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρῆς — κρέας flesh neut nom/voc/acc sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρέα — κρέας flesh neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρέαος — κρέας flesh neut gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρέασι — κρέας flesh neut dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”